- μητιόωσα
- μητιόωσα, μητιόωσι: see μητιάω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μητιόωσα — μητιάω meditate pres part act fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιώ — μητιῶ, άω (Α) [μήτις (Ι)] 1. μελετώ, διαβουλεύομαι, σκέπτομαι («καθείατο μητιόωντες βουλάς», Ομ. Ιλ.) 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι, επινοώ («νόστον Ὀδυσσῆι... μητιόωσα», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek